καμπιάζω

καμπιάζω
αμετ. покрываться, быть усеянным гусеницами (о растениях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καμπιάζω" в других словарях:

  • καμπιάζω — [κάμπια] (για δέντρα και φυτά) γεμίζω κάμπιες, προσβάλλομαι από κάμπιες …   Dictionary of Greek

  • καμπιάζω — κάμπιασα, αποχτώ κάμπιες: Κάμπιασε το φυτό αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάμπιαστος — η, ο [καμπιάζω] όποιος δεν έχει κάμπιες (φυτό ή δέντρο) που δεν έχει πειραχτεί από κάμπιες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»